- δυσκολοπλησίαστος
- -η, -οαυτός που δύσκολα τόν πλησιάζει κανείς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμίλητος — η, ο [μιλώ] 1. αυτός που δεν μιλάει πολύ, ο ολιγόλογος 2. αυτός που από ιδιοσυγκρασία ή κακότητα αποφεύγει να μιλάει, περήφανος, δυσκολοπλησίαστος, ακατάδεκτος 3. αυτός που δεν είναι «μιλημένος», αυτός δηλ. στον οποίο δεν έγιναν παρακλήσεις ή… … Dictionary of Greek
δυσπέλαστος — δυσπέλαστος, ον (Α) δυσκολοπλησίαστος … Dictionary of Greek